- ὑφηνίοχος
- ὑφ - ηνίοχος: charioteer as subject (ὑπό) or subordinate to the warrior in the chariot, Il. 6.19†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ὑφηνίοχος — charioteer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υφηνίοχος — ὁ, Α [ἡνίοχος] 1. αρματηλάτης, υπηρέτης αγωνιστή αρματηλασίας 2. βοηθός ηνιόχου 3. (κατά τον Φώτ.) ο ηνίοχος … Dictionary of Greek
ὑφηνιόχου — ὑφηνίοχος charioteer masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφηνιόχῳ — ὑφηνίοχος charioteer masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφηνίοχον — ὑφηνίοχος charioteer masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υφηνιοχώ — έω, Α [ὑφηνίοχος] 1. είμαι βοηθός ηνιόχου 2. είμαι ηνίοχος 3. παθ. ὑφηνιοχοῡμαι (για άρματα) οδηγούμαι πίσω από άλλο … Dictionary of Greek